- περιτομῇ
- περιτομῆι , περιτομεύςshoemaker's knifemasc dat sg (epic ionic)περιτομήcircumcisionfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτομή — circumcision fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… … Dictionary of Greek
περιτομή — η 1. το κόψιμο γύρω γύρω, η περικοπή. 2. κόψιμο του δέρματος του αντρικού οργάνου (πέους) για λόγους θρησκευτικούς στους Εβραίους, Τούρκους, Αιγυπτίους, αλλιώς σουνέτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιτομαῖς — περιτομή circumcision fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτομαί — περιτομή circumcision fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτομήν — περιτομή circumcision fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτομῶν — περιτομή circumcision fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… … Dictionary of Greek
ακροβυστώ — ἀκροβυστῶ ( έω) (Α) [ἀκρόβυστος] 1. δεν έχω υποστεί περιτομή, έχω ακροβυστία 2. αφαιρώ την ακροβυστία, κάνω περιτομή … Dictionary of Greek